- εὐκάρδιος
- εὐκάρδιοςstout-heartedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκάρδιος — εὐκάρδιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός 2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής 3. ο καλός για το στομάχι 3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός. επίρρ... εὐκαρδίως με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.… … Dictionary of Greek
εὐκαρδιώτατον — εὐκάρδιος stout hearted masc acc superl sg εὐκάρδιος stout hearted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδίως — εὐκάρδιος stout hearted adverbial εὐκάρδιος stout hearted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκάρδιον — εὐκάρδιος stout hearted masc/fem acc sg εὐκάρδιος stout hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδιώτερος — εὐκάρδιος stout hearted masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδίοις — εὐκάρδιος stout hearted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδίου — εὐκάρδιος stout hearted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδίους — εὐκάρδιος stout hearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδίων — εὐκάρδιος stout hearted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαρδίῳ — εὐκάρδιος stout hearted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)